Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρίκιος [andrícjos] (sp. also ανδρίκιος & ανδρίκειος)
- :
- αντρίκια χορωδία |
- αντρίκιες μορφές, φωνές |
- αντρίκιο τραγούδι |
- αντρίκια βήματα, γέλια, ρούχα, φορέματα |
- θηλυκό μυαλό, αντρίκιο σώμα |
- της τραγούδησε με το αντρίκιο μπάσο του |
- μια όμορφη κοπέλα με ύφος αντρίκιο |
- γυναίκες έπαιζαν και τους αντρίκιους ρόλους |
- η βασίλισσα αναπαριστάνεται με γένι για να δείξει πως είχε αντρίκια εξουσία (Evelpidis) |
- ένα τόσο δυνατό έργο μόνο από χαλύβδινο αντρίκιο χέρι θα μπορούσε να γραφτεί (Athanasiadis-N) |
- folks. κι άκουσα αντρίκια κλάματα, γυναίκεια μοιριολόγια (Petrop) |
- poem κι απ' την καρδιά μεμιάς ..|.. κι απ' τα φρένα | τ' αντρίκεια ..|..| απολυτρώθη | .. ο θείος .. λόγος (Sikel) |
- .. άστρο, να! | στην αντρίκια σου αγκαλιάν | αχτιδοβολεί (Palam)
- ① appropriate in character to a man, manly, manful:
- αντρίκιο σφρίγος |
- αντρίκια ψυχή |
- ~ λυρισμός |
- αντρίκια αξιοπρέπεια, πράξη |
- αντρίκια απόφαση, βούληση, εμφάνιση, περηφάνεια, στάση |
- αντρίκιο φέρσιμο |
- αντρίκια επιχειρήματα |
- αντρίκια καμώματα, λόγια |
- ήθελε να πεθάνει θάνατο αντρίκιο |
- η αντρίκια δύναμη της ποίησης του Σικελιανού |
- στοχασμοί ελεύθεροι κι αντρίκιοι |
- χαρακτήρας τίμιος και ~ |
- η ποίηση του K. έχει υψηλότατους τόνους θλιμμένης γλύκας και αντρίκιας μελαγχολίας (Athanasiadis-N) |
- από κάθε σελίδα του έργου του Π. ξεπηδάει ένας ~λυρισμός (Dimaras) |
- η ύλη χάθηκε, όμως έχει μείνει η αντρίκια άρνηση, η δόξα του αναχωρητή (Venezis) |
- poem τώρα σκορπούν τα μάτια της αντρίκι' αστροπελέκια (Palam) |
- .. για το αγρίλι του Hρακλέα | παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες (Mavilis) |
- .. ασκώθη | με τον αντρίκιο του θλιφτό σκοπό του δοξαρά η περφάνεια (Kazantz Od 22.236)
[fr MG αντρίκειος & ανδρίκειος, der of ανδρικός under the influence of γυναίκειος ← γυναικείος]