Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρίκια [andrícja] (sp. also αντρίκεια) adv
- ① in a man's style, like a man:
- οι γυναίκες ντυθήκανε ~ |
- folks. ~ την εξούρισε, ~ την ξουρίζει (Theros)
- ② in a manly manner, manfully, resolutely (syn phr σαν άντρας):
- πρέπει να του φερθείς ~| αντιμετωπίζω τη ζωή ~ |
- στάθηκε απέναντί του αποφασιστικά κι ~ |
- αποκρίθηκε ~ στις κατηγορίες |
- ας επιχειρήσουν ~ να χαράξουν κοινή γραμμή πάνω στο θέμα αυτό (Cristidis) |
- poem μίλουν ~ και μοιράζουνταν λαχταριστά το χάρο (Kazantz Od 16.211) |
- τα κρίματά μου είναι πολλά και τα δικάζω ~ (Athanas)
- ⓐ bravely, courageously, valiantly (syn ανδρεία, γενναία):
- αγωνίζομαι, παλεύω, πολεμάω ~ |
- poem είπε, μ' αυτοί κι ατοί τους λόγιαζαν να κρατηθούν ~ | και βάλαν στην καρδιά το λόγο του κλ (Homer Il 15.565 Kaz-Kakr)
[der of αντρίκιος]
- ① in a man's style, like a man: