Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντρίκειος, επίθ.,
- βλ. ανδρίκειος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρίκειος -α -ο [andríkos] Ε4 : για κτ. που χαρακτηρίζεται από θάρρος και ευθύτητα, ιδιότητες που θεωρείται ότι ταιριάζουν κατεξοχήν στον άντρα: Aντρίκειες κουβέντες. Aντρίκεια συμπεριφορά.
αντρίκεια ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. Άλλη φορά να μάθεις να μιλάς ~. [αντρικ(ός) -ειος κατά το αντ. γυναίκειος]