Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρέ [andré] το, indecl
- entrance room, foyer, hall (syn αντρές, είσοδος, χολ):
- κρέμασε το καπέλο του στο ~ |
- βγήκε στο ~ και κατέβηκε τη σκάλα |
- χτύπησε τη γυάλινη πόρτα του ~
[fr Fr entrée 'entrance room']
- entrance room, foyer, hall (syn αντρές, είσοδος, χολ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αντρέας s. Aνδρέας.
[Λεξικό Κριαρά]
- αντρει‑, αντρεί‑,
- βλ. ανδρει‑, ανδρεί‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειά η [andriá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειά < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρεία1 s. ανδρεία1.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρεία2 s. ανδρεία2.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειεύω [andriévo] Ρ5.2α μππ. αντρειεμένος : (λαϊκότρ.) γίνομαι ισχυρός, δυναμώνω.
[μσν. αντρειεύω < αντρεί(ος) -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειεύω [andriévo] ipf αντρείευα, aor αντρείεψα (subj αντρειέψω), mi αντρειεύομαι, aor αντρειεύτηκα
- ① intr become strong or stronger (morally or physically), gain strength, become (more) courageous or brave:
- αντρείεψαν τα χέρια του απ' τη δουλειά |
- το θεριό γονάτισε τρέμοντας· αντρειεύτηκε πάλι, μα ξανά σωροβολιάστηκε χάμω (Kazantz) |
- όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου ολάκερη υψώνεται κι αντρειεύει (id.) |
- να θρέφεις τ' άλογό σου με μοσχάτο κρασί και με αφράτο ψωμί ώσπου ν' αντρειέψει τόσο που να μπορεί να πετάξει (Loukatos) |
- poem και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους κλ (Seferis) |
- και των τσολιάδων οι καρδιές αντρειεύουν στου προαιώνιου αδικητή τη θέα (Skipis) |
- για το αίμα που 'βαψε της γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια (Ritsos)
- ⓐ reach manhood or maturity, grow (syn ανδρώνω [ανδρώνομαι], μεγαλώνω):
- τα δέντρα γύρω από το σπίτι είχαν πια αντρειέψει |
- αντρείεψαν οι ραγιάδες, μέστωσε η σάρκα, άνθισε ο νους (Kazantz) |
- poem τι θα 'ρθει απ' τον Oρέστη η εγδίκηση .. | μόλις αντρειεύει και στον τόπο του ποθήσει να διαγείρει (Homer Od 1.41 Kaz-Kakr)
- ⓑ fig grow stronger or more intense (of inanimate objects, e.g. the sea, the sun etc):
- αντρειεύει ο αέρας, το κρύο, το κύμα |
- όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή (sc η Iδέα) αντρειεύονταν και προχωρούσε |
- poem η θάλασσ' αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει (Palam)
- ② trans cause to become stronger or more brave, strengthen (syn ανδρειώνω):
- όσο ζύγωνα, η Iσπανία αντρείευε την καρδιά μου (Kazantz) |
- poem μα το φιλί σου, αγάπη μου, μ' αντρείεψε, και τώρα | για κούρσα πάω κλ (Palam) |
- χεράκια εσείς .. | σα να σας αντρειεύει | του μαρτυρίου η λαύρα (id.)
[fr MG αντρειεύω, der of αντρεία]
- ① intr become strong or stronger (morally or physically), gain strength, become (more) courageous or brave:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρείκελο s. ανδρείκελο.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρείος s. ανδρείος.