Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντράκλα η [andrákla] Ο25 : γλιστρίδα.
[αρχ. ἀνδράχλ(η) (προφ. [nd] ) μεταπλ. -α ( [x > k] ίσως παρετυμ. άντρακλας)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντράκλα1 [andrákla] η, bot
- purslane, Portulaca oleracea (syn γλυστρίδα, χοιροβότανο)
[fr MG (Du Cange) αντράκλα ← K, AG ανδράχνη (cf Cretan αδράχνη); cf Somavera αντρακλίδα (erroneously -κλείδα)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντράκλα2 [andrákla] η, bot
- an evergreen shrub or tree, the arbutus, Arbutus andrachne (syn αγριοκουμαριά)
[fr MG ← AG, K (4th-3rd c. BC) ἀνδράχλη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντρακλας ο [ándraklas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) άντρας πολύ σωματώδης και εύρωστος.
[άντρ(ας) -ακλας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντρακλας [ándraklas] ο,
- big and stalwart man (syn άντραρος):
- ~ γεροδεμένος, παντοδύναμος, πελώριος, ψηλός |
- ένας ~ ως εκεί πάνω |
- ήταν ένας ~ με φαρδιές πλάτες και παλάμες σαν τάσια (Tsirkas) |
- poem κι ορθός στο φεγγαρόφωτο ο θεός σαν ~ πυργώθη (Kazantz Od 20.752)
[der of άντρας w. suff -ακλας]
- big and stalwart man (syn άντραρος):