Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντοχή η [andoxí] Ο29 : 1.η δύναμη που έχει ένας ζωντανός οργανισμός να αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες, χωρίς να καταπονείται ή να φθείρεται: Άνθρωπος με μεγάλη σωματική και ψυχική ~. Έχει ~ στους κόπους / στις στερήσεις / στους πόνους. Kουράστηκα, δεν έχω άλλη ~. H καμήλα έχει μεγάλη ~ στη δίψα. Tα ευαίσθητα φυτά δεν έχουν ~ στο κρύο. || (αθλ.) δρόμος αντοχής, ονομασία των αγώνων δρόμου στις αποστάσεις από 3000 μέτρα και πάνω. || Οικονομική ~, η δυνατότητα που έχει κάποιος να αντεπεξέρχεται στις οικονομικές ανάγκες του. 2. (φυσ.) η ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται στις δυνάμεις που ασκούνται επάνω του και τείνουν να μεταβάλουν τη μορφή ή τη σύστασή του: H ~ του βράχου στη διάβρωση. H ~ της γέφυρας σε μεγάλα φορτία είναι μικρή. Ύφασμα / παπούτσια με μεγάλη ~, που δε φθείρονται εύκολα. || ~ των υλικών, κλάδος της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει τη συμπεριφορά των διάφορων υλικών, που χρησιμοποιούνται στις κατασκεύες, στις μόνιμες ή στις τυχαίες καταπονήσεις: ~ σε εφελκυσμό / σε κάμψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀντοχή `πρόσφυση, προσκόλληση΄ κατά τη σημ. του αντέχω & σημδ. γαλλ. ténacité, indurance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντοχή [ando í] η, (L)
- ① (of living creatures) (physical, moral etc) endurance, stamina:
- εσωτερική, ηθική, ψυχική ~| η ~ της Eυρώπης, του κόσμου, της χώρας, των φαντάρων |
- δρόμος, κολύμβηση αντοχής |
- ο καθένας δεν έχει την ~ να γίνει μάρτυρας |
- η Aγγλία κατέπληξε τον κόσμο με την ~ και τη δύναμή της |
- θα δοκιμάσω την ~ του με αποκαλύψεις |
- εμείς οι Έλληνες καταπιανόμαστε πάντα με έργα ανώτερα από την ~ μας (ChZalokostas) |
- δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε την πίστη με φόνους, αλλά με την ~ και το μαρτύριο (Stasinop)
- ⓐ resistance (of animal or plant bodies to untoward circumstances):
- ~ του οργανισμού |
- η χορήγηση στα ζώα αντιβιοτικών συντελεί στην αύξηση της αντοχής των μικροοργανισμών
- ⓑ resistance to:
- ~ στην κόπωση, στο κρύο, στην πείνα, στον πόνο |
- η ~ της Γαλλίας στις συνέπειες του πολέμου
- ② durability, strength (of inanimate objects, materials etc):
- (syn ανθεκτικότητα) |
- η ~ μιας σιδερένιας βέργας |
- η ~ του κάστρου |
- ~ υλικών |
- ύφασμα αντοχής durable fabric |
- το υαλόμαλλο έχει μεγάλο όριο αντοχής στις υψηλές θερμοκρασίες
- ⓒ fig ability to exist for a long time, lastingness, durability (of ideas, institutions etc):
- η ~ ενός βιβλίου, ενός θεατρικού έργου |
- η ~ της θρησκείας |
- κριτική αντοχής criticism of lasting value |
- τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα παρουσιάζουν ~ μέσα στην τριβή του χρόνου (Theodorakop)
- ⓓ fig ability to resist the effects of adverse circumstances (of ideas etc), resistance:
- κείμενο με ~ στο χρόνο |
- τα βιβλία του Xρηστομάνου έχουν αρκετή ~ στις απαιτήσεις του καιρού μας (Charis)
[fr kath αντοχή ← MG, LK]
- ① (of living creatures) (physical, moral etc) endurance, stamina: