Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντονομασία η [andonomasía] Ο25 : (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται κάποια συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη ή κάποια περίφραση, π.χ. «κροίσος» αντί «πλούσιος», «ο γέρος του Mοριά» αντί «ο Kολοκοτρώνης».
[λόγ. < ελνστ. ἀντονομασία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντονομασία [andonomasía] η, (L) gramm
- stylistics use of an epithet, appellative etc for a proper name, antonomasia:
- δεν υπάρχει τέχνη που να μην κάνει χρήση των φανταστικών γενών |
- υπερβολή, παρομοίωση, μεταφορά, ~ κλ (Dizikirikis) |
- αναγνωρίζει κανείς εδώ, κατ' ~, τον Tολστόι, τον Ίψεν κλ (Prevelakis)
[fr kath αντονομασία ← LMG (Somavera 'κατ' αντονομασίαν') ← LK (Tryphiodorus, 5th c. AD)]
- stylistics use of an epithet, appellative etc for a proper name, antonomasia: