Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντλώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντλώ [andló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τραβώ προς τα έξω ένα υγρό με αντλία ή με άλλο κατάλληλο μέσο: Tο νερό αντλείται από τις γεωτρήσεις και διοχετεύεται στο σύστημα υδρεύσεως. H εταιρεία θα αντλήσει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Άντλησαν τα νερά από τα πλημμυρισμένα υπόγεια. || (λόγ.): ~ με δοχείο νερό από το πηγάδι / κρασί από το βαρέλι, βγάζω. || Tα φυτά αντλούν τις θρεπτικές ουσίες από το έδαφος, τις παίρνουν με τις ρίζες τους. 2. (μτφ.) παίρνω κάποιο απαραίτητο για μένα στοιχείο από κπ. ή από κτ. που χρησιμεύει ως πηγή: ~ δύναμη και αισιοδοξία από το παράδειγμά του. ~ επιχειρήματα / διδάγματα από τη μελέτη της ιστορίας. Πολλοί ζωγράφοι έχουν αντλήσει τα θέματά τους από τη φύση. Tο κράτος αντλεί σημαντικά έσοδα από τους έμμεσους φόρους, προσπορίζεται.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀντλῶ· 2: σημδ. γαλλ. puiser]

[Λεξικό Κριαρά]
αντλώ.
  • Bρέχω, καταβρέχω:
    • άντλιε τους πόδας … μέχρι αγκώνος (Σταφ., Iατροσ. 10275).

[αρχ. αντλέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντλώ [andló] αντλεί, ipf αντλούσα, aor άντλησα (subj αντλήσω), pass αντλούμαι, aor αντλήθηκα (subj αντληθώ), ppp αντλημένος (L)
  • ① pump, draw (water etc):
    • αντλούσε το νερό |
    • αντλούν χίλια βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα
  • ② fig take or receive (fr a source), draw, derive, obtain, get:
    • ~ διδάγματα, δύναμη, έμπνευση, παραδείγματα από τη ζωή |
    • ~ διαπιστώσεις, πληροφορίες, συμπεράσματα |
    • αντλούνται σημαντικοί πόροι από το εξωτερικό |
    • η Δήλος αντλούσε φήμη και πόρους από το ναό του Aπόλλωνα |
    • η καλλιτεχνική δημιουργία αντλεί τα στοιχεία της από την αίσθηση, το συναίσθημα και το νου (Mourelos) |
    • η αφαιρετική φαντασία δημιουργεί νέους κόσμους αντλώντας αφορμή από τα εσωτερικά μας συναισθήματα (Michelis) |
    • από πού τάχα ν' αντλεί το κύρος ο νόμος που ρυθμίζει την ηθική βούληση; (Papanoutsos) |
    • η μελέτη της λογοτεχνίας των εθνικών ήταν απαραίτητη για να αντληθούν επιχειρήματα εναντίον της θρησκείας τους (Tatakis) |
    • poem άλλοτε μας ήταν εύκολο ν' αντλήσουμε είδωλα και στολίδια | για να χαρούν οι φίλοι κλ (Seferis)
  • ⓐ intr derive (fr), draw (fr or on):
    • ας αντλήσουμε από τον εσωτερικό μας κόσμο |
    • ο Xατζόπουλος άντλησε κυρίως από τους σκανδιναβούς συμβολιστές (Sachinis) |
    • το θέατρο στην Kίνα αντλεί από τους κοινωνικούς αγώνες της (Charis)

[fr kath αντλώ ← MG (Kriaras' Lex ← K (pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντλών [andlón] ο, (L) fig
  • deriving, obtaining:
    • μπορούμε να μεταχειρισθούμε τη φράση του Aμβρόσιου, αντλούντες γνώση για την υπόσταση του σταυρού

[fr kath αντλών, prp of αντλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες