Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντλιοστάσιο το [andliostásio] Ο40 : χώρος όπου λειτουργεί σύστημα αντλιών: Tα αντλιοστάσια της Εταιρείας Yδάτων. Tο ~ του πλοίου.
[λόγ. αντλί(α) -ο- + -στάσιον μτφρδ. αγγλ. pumping-station]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντλιοστάσιο [andliostásio] το, (L)
- ① place housing pumps, pump house (or room)
- ② pumping station:
- το ~ του δήμου |
- όταν λειτουργήσουν τα ειδικά αντλιοστάσια, η εξυγίανση του λιμανιού θα γίνει πραγματικότητα
[fr kath (neol) αντλιοστάσιον, cpd w. combining form -στάσιον; cf εικονοστάσιον, εργοστάσιον etc]