Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντλία η [andlía] Ο25 : μηχανή κατάλληλη για την αναρρόφηση και τη μεταφορά νερού ή άλλου υγρού· απορροφητική αντλία: ~ νερού / βενζίνης. Πυροσβεστική ~. Xειροκίνητη ~, που ανεβάζει το νερό στην επιφάνεια με την κίνηση ενός μοχλού· τρόμπα. ~ για αέρια, αεραντλία. Kαταθλιπτική ~, που συμπιέζει και μεταφέρει υγρά ή αέρια. H καρδιά λειτουργεί σαν ~ που εκτοξεύει το αίμα στις αρτηρίες.
[λόγ. < αρχ. ἀντλία `νερά στα ύφαλα του πλοίου΄, με σφαλερή συσχέτιση προς τη σημ. του αντλώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντλία [andlía] η, (L)
- pump (syn D τρόμπα):
- ο εφευρέτης της αντλίας ήταν ο Kτησίβιος |
- αναρροφητική ~ lift pump, suction pump |
- ~ βενζίνης gasoline pump |
- εμβολοφόρος ~ piston pump |
- ηλεκτρική ~ |
- περιστροφική ~ rotary pump |
- πυροσβεστική ~ fire engine, fire truck
[fr kath αντλία ← LK (pap) ← AG (Hesych. ἀντλίαν· τόν καδίσκον)]
- pump (syn D τρόμπα):