Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιχριστιανικός -ή -ό [andixristxanikós & andixrist(ia)nikós] Ε1 : ANT χριστιανικός. α. για κτ. που δεν είναι σύμφωνο με τη χριστιανική διδασκαλία: Aντιχριστιανική συμπεριφορά / ζωή. Aυτό που έκανες είναι αντιχριστιανικό. β. για κτ. που στρέφεται εναντίον του χριστιανισμού: Aντιχριστιανική προπαγάνδα.
αντιχριστιανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + χριστιανικός μτφρδ. γαλλ. antichrétien ή αγγλ. antichristian (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιχριστιανικός, -ή, -ό [andixristjanikós] (L)
- ① being against Christianity, antichristian:
- ~ αγώνας |
- αντιχριστιανικοί κύκλοι |
- αντιχριστιανική διάθεση, δράση, ιδεολογία |
- αντιχριστιανικό πνεύμα |
- ρίχτηκα στην επιστήμη, φανατίστηκα με το δαρβινισμό και με όλες τις αντιχριστιανικές ιδέες (Kazantz)
- ② contrary to the Christian spirit or character, unchristian:
- αντιχριστιανική ζωή |
- αντιχριστιανικές πράξεις |
- η διαίρεση των ανθρώπων σε κατηγορίες που τις χωρίζει διαφορετική φύση και όχι διαφορετική πρόθεση είναι αντιχριστιανική (Tatakis) |
- οι ύβρεις κατά των Eβραίων είναι άδικες, αντιπολιτικές, αντιχριστιανικές (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιχριστιανικός, cpd w. χριστιανικός]
- ① being against Christianity, antichristian: