Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφεμινιστής ο [andifeministís] Ο7 θηλ. αντιφεμινίστρια [andifeminí stria] Ο27 : αυτός που είναι αντίθετος στο κίνημα του φεμινισμού. ANT φεμινιστής.
[λόγ. < αγγλ. antifeminist (anti- = αντι-, -ist = -ιστής)· λόγ. αντιφεμινισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεμινιστής [andifeministís] ο, (L)
- male antifeminist (ant φεμινιστής):
- ασκητικός και ~| ~ συγγραφέας |
- φεμινιστές, αντιφεμινιστές και άλλοι άνθρωποι των άκρων
[cpd w. φεμινιστής]
- male antifeminist (ant φεμινιστής):