Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφεμινισμός ο [andifeminizmós] Ο17 : θεωρητική και πρακτική αντίθεση στο φεμινισμό.
[λόγ. < αγγλ. antifeminism (anti- = αντι-, -ism = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεμινισμός [andifeminizmós] ο, (L)
- antifeminism (ant φεμινισμός)
[cpd w. φεμινισμός]