Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεμινίστρια [andifeminístria] η, (L)
- female antifeminist:
- αμερικανίδες αντιφεμινίστριες
[cpd w. φεμινίστρια or der of αντιφεμινισ- w. suff -τρια]
- female antifeminist: