Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφεγγιά η [andifengá] Ο24 : (λογοτ.) αντανάκλαση του φωτός, αντιφέγγισμα.
[αντιφέγγ(ω) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεγγιά [andifeŋɟjá] η,
- ① glow, glitter, gleam (syn αντιλαμπή, αντιλάμπισμα 1, αντίφεγγο 1, αντιφέγγισμα 1):
- ~ του δειλινού, μιας πυρκαγιάς, του τζακιού, του φεγγαριού |
- κίτρινες, μαργαριταρένιες, πορτοκαλιές, χρυσορόδινες αντιφεγγιές |
- μια ~ ροδοκέρινη περνοδιάβαινε το δέρμα της (Pasagiannis) |
- χρυσώσανε τα σγουρά μαλλιά της και σκόρπισαν αντιφεγγιές στο πρόσωπό της (Prevelakis) |
- τ' αστέρια χλώμιαναν στον ερχομό της πρώτης αντιφεγγιάς (Karagatsis) |
- φορούσε φουστάνι από ταφτά, όλο κύματα κι αντιφεγγιές μαγικές (Panagiotop)
- ⓐ fig glow (of an idea etc) (syn αντιφέγγισμα 1b, αντίφεγγο 2):
- η μακρινή ~ των περασμένων |
- poem ~ του αιώνιου, μα κι ακόμα | σκληρή .. ελπίδα (Sikel)
- ② reflection (of light), reflected light, glare (syn αντιλάμπισμα 2, αντιφέγγισμα 2):
- στα μάτια του κολλούσαν κάτι αντιφεγγιές που τα έκαναν να σπιθίζουν (Prevelakis) |
- το φεγγάρι ήταν πεσμένο μέσα στη θάλασσα και τα νερά είχαν γεμίσει αντιφεγγιές (Panagiotop) |
- απάνω στα μαργαριτάρια τρεμόπαιζαν γαλανές αντιφεγγιές (Pasagiannis) |
- poem και μια μικρή ~ στο ασημένιο καντηλέρι | .. σαν ένα χέρι λιγνό κλ (Ritsos)
- ⓑ fig reflection (of a concept etc) (syn αντιλάμπισμα 2b, αντιφέγγισμα 2b):
- ο νους θωρεί κατάματα τη δικαιοσύνη, κι απ' αυτόν χύνεται η ~ στις άλλες δυνάμεις της ψυχής (Theodorakop)
[der of αντίφεγγο]
- ① glow, glitter, gleam (syn αντιλαμπή, αντιλάμπισμα 1, αντίφεγγο 1, αντιφέγγισμα 1):