Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφεγγίζω [andifengízo] Ρ2.1α : α.για κτ. που αντανακλά το φως που πέφτει επάνω του: Tα νερά της λίμνης αντιφέγγιζαν το φως του φεγγαριού. Aντιφέγγιζαν τα βουνά. || (μτφ., λογοτ.): H δυνατή θέληση αντιφέγγιζε στα μάτια του. β. (λογοτ.) αντικαθρεφτίζω.
[αντι- φεγγίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεγγίζω [andifeŋɟízo] &, ντιφεγγώ (αντιφεγγάει), aor αντιφέγγισα (subj αντιφεγγίσω), mi αντιφεγγίζομαι
- ① intr & mi to shine, be reflected (of light etc) (syn αντιλάμπω 1, αντιλαμπίζω 1, αντιφέγγω 1):
- ο ήλιος αντιφεγγίζει στη θάλασσα, στο χιόνι |
- η φωτιά στο τζάκι αντιφέγγιζε |
- το φεγγάρι αντιφεγγίζει στ' ακύμαντα νερά |
- κάποιο αστέρι τρεμουλιάζει αντιφεγγίζοντας folks. ήλιε μου .. | π' αντιφεγγίζεις, δεν θωρώ την ηλιογεννημένη (Theros) |
- poem την ώρα που θ' αντιφεγγούν μακριά τα πυροφάνια (Malakasis)
- ⓐ to shine, glow, glitter (of a reflecting surface) (syn αντιλαμπίζω 1b, αντιλάμπω 2, αντιφέγγω 1b):
- άστραψε κι αντιφέγγισαν οι βουνοκορφές |
- το πρόσωπό του αντιφέγγισε κόκκινο κι αγριεμένο |
- τα λάβαρα αντιφεγγίζαν κάτω από τις λαμπάδες |
- καιγόταν το βουνό κι αντιφέγγιζε σπασμωδικά ο ουράνιος θόλος (Terzakis) |
- poem τα πράσινα νερά αντιφέγγισαν, τα κρούσταλα ραγίσαν (Kazantz Od 22.1394)
- ⓑ fig to glow, be reflected (of an idea, an emotion etc) (syn αντιλαμπίζω 1c):
- η δυνατή του θέληση αντιφέγγιζε στα μάτια του |
- στο πρόσωπό της αντιφεγγίζονταν κάποιο καμάρι κρυφό |
- στους φλογερούς έρωτες του θρύλου αντιφεγγίζουν χείλια και λεπίδια (Fteris) |
- τα ζητήματα των καιρών αντιφεγγίζουν και αντηχούν σε κάθε ψυχή (Palam)
- ② trans reflect, mirror (syn in αντικαθρεφτίζω 1):
- τα μάτια του αντιφεγγίζανε τις φλόγες του τζακιού |
- οι λίμνες αντιφεγγίζουν την πυρκαγιά |
- η ασπρίλα του χωριού αντιφεγγίζει τον ήλιο |
- η ξιφολόγχη του γυάλιζε από μακριά, αντιφεγγίζοντας κάποιο γειτονικό φως (Theotokas) |
- ο καθρέφτης αντιφεγγίζει μέσα του το πεύκο του αντικρινού περιβολιού (Palam) |
- poem .. τα .. νερά, τους δυο .. γερόντους | σαν άσπρους κύκνους αντιφέγγιζαν που παν ζευγαρωμένοι (Kazantz Od 23.315) |
- τα μάτια που αντιφέγγισαν της συννεφιάς το διάβα (Sikel)
- ⓒ fig reflect (a mental image, emotion etc) (syn in αντικαθρεφτίζω 2):
- η ματιά του αντιφεγγίζει συμπόνια |
- ανείπωτη χαρά αντιφέγγιζε η ομορφιά της |
- τα σπίτια αντιφεγγίζαν τους καημούς και τις χαρές των νησιωτών |
- στα μάτια τους αντιφεγγίζουν τα ερείπια κ' οι τρομερές σκηνές που είδαν (Kazantz) |
- ο Προυστ αντιφεγγίζει τη μεταφυσική αγωνία των ανθρώπων (Dizikirikis) |
- poem κ' ήταν τα μάτια της σα δυο σταλιές νερό κι αντιφεγγίζαν | τον κόσμον όλο κλ (Kazantz Od 20.1313) |
- o κάμπος .. που .. σιγά | αντιφεγγώντας την ψυχή της ώρας τη γεμάτη (Sikel)
[cpd w. φεγγίζω]
- ① intr & mi to shine, be reflected (of light etc) (syn αντιλάμπω 1, αντιλαμπίζω 1, αντιφέγγω 1):