Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιφασιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιφασιστικός -ή -ό [andifasistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άρνηση του φασισμού ή με την αντίδραση κατά του φασισμού: ~ αγώνας. Aντιφασιστικές οργανώσεις / διαδηλώσεις.

[λόγ. αντι- + φασιστικός μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφασιστικός, -ή, -ό [andifasistikós] (L)
  • being against fascism, antifascist:
    • ~ αγώνας, πόλεμος, τύπος |
    • αντιφασιστική διαμαρτυρία, δράση |
    • αντιφασιστικές εφημερίδες

[cpd w. φασιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες