Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιφέγγω [andiféŋgo] Ρ3α : αντιφεγγίζω.
[μσν. αντιφέγγω < αντι- φέγ γω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιφέγγω.
-
- Λάμπω, απαστράπτω:
- ως κρύσταλλος αντέφεγγεν της κόρης το τραχήλιν (Φλώρ. 974).
[<πρόθ. αντί + φέγγω. H λ. τον 7.-9. αι. (LBG) και σήμ.]
- Λάμπω, απαστράπτω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφέγγω [andiféŋgo] aor αντίφεξα (subj αντιφέξω)
- ① intr to shine, be reflected (of light etc) (syn in αντιφεγγίζω 1):
- τα άστρα αντίφεγγαν στο πηγάδι |
- στα μάγουλά της αντίφεγγαν οι φλόγες από το τζάκι |
- poem στου δοξαρά τα μάτια αντίφεξαν τα θροφαντά δελφίνια (Kazantz Od 8.1017)
- ⓐ to shine, to glow, to glitter (of a reflecting surface) (syn in αντιφεγγίζω 1b):
- αντιφέγγουν τα νερά |
- το πρόσωπό του αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές |
- ανάψανε τα σύννεφα κι αντίφεξε η γη |
- poem .. τα ψαρά μαλλιά του | πήραν φωτιά κ' η νύχτα καίγεται, το λιακωτό αντιφέγγει (Kazantz Od 3.1337)
- ⓑ fig to glow, be reflected (of an idea, an emotion etc) (syn in αντιφεγγίζω 1c):
- η νιότη κ' η αντρειά αντιφέγγουν απ' όλο το κορμί του |
- στα μάτια μας αντίφεγγεν η επίσημη μέρα της γιορτής (Palam)
- ② trans reflect, mirror (syn in αντικαθρεφτίζω 2):
- ο ουρανός αντίφεγγε το φως του ήλιου που βασίλευε |
- poem .. εδιάβη δίπλα | στ' αναπαμένα τα βουνά που η θάλασσα αντιφέγγει (Sikel)
- ⓒ fig reflect (an emotion etc):
- poem η ψυχή μας ασάλευτη αντιφέγγει τα πάντα (Sikel)
[fr MG αντιφέγγω, cpd w. φέγγω]
- ① intr to shine, be reflected (of light etc) (syn in αντιφεγγίζω 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφεγγώ s. αντιφεγγίζω.