Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιτρομοκρατικός -ή -ό [anditromokratikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας: Aντιτρομοκρατική δράση / υπηρεσία.
[λόγ. αντι- + τρομοκρατικός μτφρδ. αγγλ. antiterrorist (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτρομοκρατικός, -ή, -ό [anditromokratikós] (L)
- antiterrorist:
- αντιτρομοκρατικά μέτρα |
- αντιτρομοκρατική αστυνομία
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτρομοκρατικός, cpd w. τρομοκρατικός]
- antiterrorist: