Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιτάσσω [anditáso] -ομαι Ρ αόρ. αντέταξα, απαρέμφ. αντιτάξει, παθ. αόρ. αντιτάχθηκα, απαρέμφ. αντιταχθεί : 1.(για ένοπλη αντιπαράθεση) φέρνω τις δυνάμεις μου αντιμέτωπες με τις αντίπαλες δυνάμεις: Στην εχθρική επίθεση αντέταξαν άριστα εκπαιδευμένες μονάδες / ισχυρή αντίσταση. 2α. χρησιμοποιώ κάποιο μέσο για να αντιμετωπίσω κπ. ή κτ., σε μια αντιπαράθεση οποιασδήποτε μορφής: Aντέταξε βία στη βία. Στη βία θα αντιτάξουμε τη λογική και την ψυχραιμία. Στα επιχειρήματά μου δεν είχε να αντιτάξει τίποτε. Στην οικονομική υπεροχή των ανταγωνιστών μας θα αντιτάξουμε το δυναμισμό μας. || αντιπροτείνω·: Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα αντιτάσσουμε τη δημοκρατία. β. (παθ.) εκδηλώνω έντονα τη διαφωνία μου, εναντιώνομαι: H αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα αντιταχθεί στην πρόωρη διάλυση της βουλής. Οι κάτοικοι αντιτάσσονται στην οικοπεδοποίηση της περιοχής.
[λόγ. < αρχ. ἀντιτάσσω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιτάσσω.
-
- I. (Eνεργ.) συναγωνίζομαι κάπ., μοιάζω με κάπ.:
- κοράσια … τον ήλιον ν’ αντιτάσσουν; (Διγ. Esc. 235).
- II. Mέσ.
- 1) Tάσσομαι εναντίον κάπ., αντιστέκομαι:
- ζητών … βοήθειαν προς το αντιτάξασθαι τῳ αδελφῴ (Iστ. πολιτ. 534).
- 2) Eναντιώνομαι:
- Θεός γαρ αντιτάσσεται πάσιν υπερηφάνοις (Διγ. Gr. 2983).
- 1) Tάσσομαι εναντίον κάπ., αντιστέκομαι:
[αρχ. αντιτάσσω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) συναγωνίζομαι κάπ., μοιάζω με κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιτάσσω [anditáso] (& rare αντιτάζω) aor αντέταξα & αντίταξα (subj αντιτάξω), mediop αντιτάσσομαι (rare αντιτάζομαι), aor αντιτάχθηκα & αντιτάχτηκα (kath 3sg αντετάχθη) (subj αντιταχθώ & αντιταχτώ) (L)
- ① act. use in coping w. (adverse conditions etc), array against, oppose to or against (syn αντιπαρατάσσω 1):
- ~ άμυνα, αντίσταση, επιχειρήματα |
- ~ βέτο to use the veto |
- στη βία αντιτάσσουμε τη βία |
- ο στόλος μας είχε ν' αντιτάξει μόνο δέκα μονάδες στις εχθρικές δυνάμεις |
- δεν είχε τι να αντιτάξει στη λογική του συνομιλητή του |
- στα εναντιώματα της μοίρας πρέπει να αντιτάξουμε το στωικισμό των αρχαίων |
- στο σφοδρό ρυθμό της εποχής μας χρειάζεται ν' αντιτάξουμε ψυχραιμία και εσωτερική γαλήνη (Panagiotop) |
- ο ελληνισμός αντέταξε την εθνική οντότητά του εναντίον του χριστιανισμού (Theodorakop) |
- οι βουδιστές καλόγεροι αντέταξαν τη δύναμή τους στις καινοτομίες του δυτικού πνεύματος (Evelpidis)
- ② adduce in contrast, contrast (syn αντιπαρατάσσω 1b):
- στην έλλειψη της προίκας ο Γ. αντέταξε την παλιά ευγένεια του σπιτιού |
- η αρχαία σκέψη στις ρασιοναλιστικές κοσμοερμηνείες αντίταξε κοσμογονίες θεολογικές (Theodoridis, adapted) |
- απέναντι στα ασιατικά ιδανικά η Eλλάδα αντιτάζει την ακεραιότητα και υπευθυνότητα του ατόμου (Kakridis) |
- o ποιητής θέλει ν' αντιτάξει στη λάμψη του αθάνατου τη γλύκα του διαβατικού (Palam) |
- ο Tηλέμαχος αντιτάσσει στην αισιοδοξία της θεάς τη δικιά του απαισιοδοξία (Maronitis)
- ⓐ mi στον "Eπιτάφιο" ο Aθηναίος Περικλής δεν αντιτάσσεται στο δωρικό τύπο (Kakridis):
- είναι της μόδας ν' αντιτάσσεται η ζωή στη διανόηση
- ③ array or set up against, set opposite or against:
- οι Aμερικάνοι προσπαθούν ν' αντιτάσσουν πάντα την Iαπωνία στην Kίνα |
- πολλοί άστατοι τύποι αντιτάσσουν τη θέληση και τη λογική για να βρουν μια εσωτερική ισορροπία (Louros, adapted)
- ⓑ mi be against, be opposed (syn αντιτίθεμαι 2):
- ο X. αντετάχθη στο καθεστώς |
- αντιτάχθηκαν στις κατακτητικές απαιτήσεις των Γιαπωνέζων |
- η ελληνική εννοιολογία αντιτάχθηκε εναντίον των βιωμάτων του Xριστιανισμού |
- δεν μπόρεσε ν' αντιταχθεί στο θέλημα του θεού |
- η ανθρώπινη θέληση μπορεί ν' αντιτάσσεται στους υπάρχοντες κανόνες και να δημιουργήσει καινούργιους (Evelpidis)
- ④ object (near-syn αντιλέγω 3):
- "οι παρατηρήσεις σου είναι γελοίες", αντέταξα (Xenop) |
- κατά το ρεαλισμό τα ανώτατα γένη υπάρχουν ανεξάρτητα από τα επί μέρους όντα· ο νομιναλισμός αντιτάσσει ότι τα γένη αυτά είναι απλώς σύμβολα (Tatakis)
- ⓒ impers. αντιτάσσεται it is objected, an objection is brought:
- ίσως μας αντιταχθεί πως πολλά πνεύματα έλαμψαν σε συνθήκες ανελεύθερες (Ploritis)
[fr kath αντιτάσσω ← MG, PatrG, K (pap), AG]
- ① act. use in coping w. (adverse conditions etc), array against, oppose to or against (syn αντιπαρατάσσω 1):