Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιστύλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστύλι το [andistíli] Ο44α : πλάγια τοποθετημένο δοκάρι που στηρίζει κτ.· αντιστήριγμα.

[μσν. αντιστύλι < αντι- στύλ(ος) -ι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστύλι [andistíli] το,
  • ① archit support, buttress (syn αντηρίδα, αντέρεισμα, αντιστήριγμα):
    • εξωτερικά αντιστύλια των τοίχων
  • ⓐ support, prop (syn αντίστυλο 1, στήριγμα):
    • ~ κισσού, κληματαριάς |
    • έβαλε αντιστύλια στους φράχτες |
    • poem .. ο διπλοκάπουλος τις φοβερές κουτάλες | βάνει ~ και κρατάει σκυφτός τα τρέμουλα αγκωνάρια (Kazantz Od 16.251)
  • ② fig support (said of a person, a concept etc) (syn αντίστυλο 2, αποκούμπι, στήριγμα):
    • είχα την αγάπη της ~ |
    • έχω ~ μου το παιδί μου |
    • έμεινε χωρίς ~ |
    • αναζητώ ~ |
    • αντιστύλια της ψυχής |
    • τα εξωτερικά αντιστύλια της εξουσίας |
    • οι θεοί ήταν τα αμετακίνητα αντιστύλια του ελληνικού πνεύματος |
    • η μυθοποιητική τάση δημιουργεί κόσμους φανταστικούς, ~ για τους πονεμένους (Panagiotop) |
    • το πάθος είναι το ~ της ηθικής οικοδομής του ανθρώπου (Theodorakop) |
    • poem μονοκουβέντιαζε ο πολύψυχος, βρήκε η καρδιά ~ (Kazantz Od 14.505) |
    • .. κ' η ευωδιά του κορμιού σου της σκέψης μου ~ (Sikel)

[fr LMG αντιστύλι (Somavera), der of αντίστυλος; cf AG περιστύλιον, προστύλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες