Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστρεπτός -ή -ό [andistreptós] Ε1 : για κτ. που μπορεί να αντιστραφεί, στο οποίο μπορεί να δώσει κάποιος αντίστροφη κατεύθυνση ή τροπή: Aντιστρεπτά φαινόμενα. Οι κληρονομικές μεταλλαγές δεν είναι αντιστρεπτές.
[λόγ. αντιστρεπ- (αντιστρέφω) -τός μτφρδ. γαλλ. réversible ή αγγλ. reversible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστρεπτός, -ή, -ό [andistreptós] (L)
- reversible (syn αντιστρεφόμενος 1):
- αντιστρεπτή χημική αντίδραση |
- η εξάρτηση του δημιουργήματος από τον δημιουργό δεν είναι αντιστρεπτή |
- είναι αντιστρεπτή η σχέση της αιτιότητας;
[fr kath (neol) αντιστρεπτός, der of αντιστρέφω; cf K (1st c. BC) τό ἀντίστρεπτον 'machine that can be turned about']
- reversible (syn αντιστρεφόμενος 1):