Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστρατιωτικός, -ή, -ό [andistratiotikós] (L)
- ① being against the military, antimilitarist (syn αντιμιλιταριστικός):
- αντιστρατιωτική πολιτική, σάτιρα
- ② not conforming to military standards, unmilitary:
- αντιστρατιωτική συμπεριφορά
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιστρατιωτικός, cpd w. στρατιωτικός]
- ① being against the military, antimilitarist (syn αντιμιλιταριστικός):