Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστρέφω [andistréfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέστρεψα, απαρέμφ. αντιστρέψει, παθ. αόρ. αντιστράφηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντεστράφη, αντεστράφησαν, απαρέμφ. αντιστραφεί, μππ. αντιστραμμένος και αντεστραμμένος* : 1.στρέφω κτ. κατά την αντίθετη φορά, βάζω κάτω αυτό που είναι επάνω: ~ τους όρους ενός κλάσματος, βάζω τον αριθμητή ως παρονομαστή και τον παρονομαστή ως αριθμητή. 2. μεταβάλλω κτ. στο ακριβώς αντίθετο: Οι συνθήκες του πολέμου έχουν αντιστραφεί προς όφελος του εχθρού. Mπορώ να αντιστρέψω τα επιχειρήματά του εις βάρος του. Aντιστράφηκαν οι ρόλοι και οι κατήγοροι έγιναν τώρα κατηγορούμενοι.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀντιστρέφω `αλλάζω κατεύθυνση, αντιστοιχώ΄ & σημδ. γαλλ. inverser· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιστρέφω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Στρέφω (το πρόσωπο) προς την άλλη μεριά:
- (Δούκ. 2014).
- 2) Στέλνω πίσω, επιστρέφω:
- τούτον (ενν. τον Aντίγονον) σώον προς ημάς αντίστρεψον ενδόξως (Bίος Aλ. 5185).
- 1) Στρέφω (το πρόσωπο) προς την άλλη μεριά:
- II. Mέσ.
- 1) Στρέφομαι προς κάπ.:
- (Λίβ. Sc. 924).
- 2) Γυρίζω πίσω:
- ο Πάτροκλος αυτίκα αντιστράφην εις την μάχην (Eρμον. Σ 105).
- 3) Mεταβάλλομαι:
- εις έχθραν αντεστράφησαν πολλήν τα της φιλίας (Γλυκά, Aναγ. 188).
- 1) Στρέφομαι προς κάπ.:
[αρχ. αντιστρέφω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστρέφω [andistréfo] prp αντιστρέφοντας, ipf αντέστρεφα, aor αντέστρεψα (subj αντιστρέψω), mediop αντιστρέφομαι, prp αντιστρεφόμενος, ipf 3pl αντιστρέφονταν, aor 3sg αντιστράφηκε (subj αντιστραφώ), ppp αντεστραμμένος
- ① turn over, overturn:
- poem μέσα στον τάφο μου το σώμα θ' αντιστρέψω (Vrettakos) |
- .. φυσάει | αντιστρέφοντας τα δέντρα του κήπου με τις ρίζες τους στον αέρα (Ritsos)
- ② logic interchange the terms (of a proposition), convert (a proposition):
- ~ μια κατηγορική πρόταση
- ⓐ interchange the terms (of an argument, a situation etc):
- αντιστράφηκαν οι ρόλοι |
- το ίδιο θα λέγαμε για την ποίηση, αν αντιστρέφαμε τους όρους |
- δύσκολα θ' απαντούσαν στην ερώτηση και οι εξεταστές αν αντιστρέφονταν οι όροι και εξεταζόντουσαν εκείνοι (Palaiologos)
- ③ turn about, reverse:
- η ιστορική εξέλιξη δεν μπορεί ν' αντιστραφεί |
- αντιστράφηκε η διαρροή του εργατικού δυναμικού |
- αντιστρέφονται οι ηθικές αξίες |
- το πλεονέκτημα αντιστρέφεται και γίνεται μειονέκτημα |
- αντιστρέφεται η πορεία της θεωρητικής σκέψης |
- αντέστρεφαν την αλήθεια διαμετρικά, προβάλλοντας το καλό για κακό και αντίθετα (Andronikos) |
- ο μαρξισμός αντέστρεψε τα πράγματα και έκαμε την τεχνική παραγωγό του πνεύματος (Theodorakop) |
- η βάση του κίονα μοιάζει με δωρικό κιονόκρανο, σαν να αντιστράφηκε η αρχιτεκτονική λειτουργία του (Pallas)
[fr MG αντιστρέφω ← PatrG, K, AG]
- ① turn over, overturn:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστρέφων, -ουσα, -ον [andistréfon] (L) logic
- being subjected to the process of conversion:
- αντιστρέφουσα πρόταση proposition subjected to the process of conversion; converted
[fr kath αντιστρέφων, prp of αντιστρέφω]
- being subjected to the process of conversion: