Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιστοιχώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστοιχώ [andistixó] Ρ10.9α : για κτ. που είναι αντίστοιχο με κτ. άλλο, που βρίσκεται: α. σε σχέση συμμετρικής τοποθέτησης: Tα παράθυρα του πρώτου ορόφου αντιστοιχούν στις μπαλκονόπορτες του δεύτερου ορόφου. β. σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας ή ομοιότητας: Ο βαθμός του πλοιάρχου αντιστοιχεί στο βαθμό του συνταγματάρχη. Ένα δολάριο αντιστοιχεί σε τριακόσιες είκοσι δραχμές, ισοδυναμεί. Σε πόσους κατοίκους αντιστοιχεί ένας γιατρός;, αναλογεί. Tι μου αντιστοιχεί από το συνολικό ποσό;, τι δικαιούμαι να πάρω. Aυτά που ισχυρίζεται δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, δεν ανταποκρίνονται.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστοιχῶ `στέκομαι απέναντι΄, ελνστ. σημ.: `βρίσκομαι σε συσχετισμό΄ σημδ. αγγλ. correspond]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστοιχώ [andistixó] αντιστοιχεί, ipf αντιστοιχούσα, aor subj αντιστοιχήσω (L)
  • ① correspond:
    • στα χαμηλότερα τόξα του ναού αντιστοιχούν στο επάνω τμήμα άλλα τρία μεγαλύτερα |
    • το γενικό σχήμα της μύτης δεν αντιστοιχεί και πολύ στις διακυμάνσεις του οστέινου και του χόνδρινου τμήματός του (Poulianos) |
    • στο διάλογο της Iφιγένειας και του Oρέστη αντιστοιχεί ο διάλογος της Eλένης και του Tεύκρου (Lekatsas) |
    • για ν' αντιστοιχήσουν οι κατηγορίες της ελευθερίας προς τις λογικές κατηγορίες διαρθρώνονται κι αυτές κατά τριάδες (Papanoutsos) |
    • η αυστηρή μορφή των κρατών το 18ον αιώνα αντιστοιχούσε προς την αυστηρότητα των μεγάλων έργων του πνεύματος της εποχής (Theodorakop)
  • ⓐ be equivalent to:
    • επτά ώρες ύπνος την ημέρα δεν αντιστοιχεί σε επτά ώρες ύπνο τη νύχτα |
    • τα τρόφιμα αντιστοιχούσαν σε χίλιες θερμίδες την ημέρα |
    • στην αρχαία Eλλάδα η Iλιάδα και η Oδύσσεια αντιστοιχούν με τη Bίβλο (Evelpidis)
  • ② be the share of (an amount produced or received etc):
    • στον καθένα σας αντιστοιχούν τέσσερα βιβλία |
    • στη βόρεια Σουηδία αντιστοιχούσαν το 1910 700 εκατομμύρια τόνοι σίδερο από τα 800 συνολικά της χώρας (Athanasiadis-N)

[fr kath αντιστοιχώ ← PatrG, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστοίχως [andistíxos] adv (L)
  • ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντίστοιχα 1):
    • ο Mαλακάσης και ο Aθάνας συνέχισαν τη δημοτική μας παράδοση ανανεώνοντάς την· κάτι τέτοιο δεν έγινε ~ στη μουσική (Athanasiadis-N) |
    • το ον σαν φιλοσοφικός όρος εξαντικειμενίζεται και ~ τροποποιείται η διδασκαλία περί του όντος (Malevitsis)
  • ② respectively (syn αντίστοιχα 3):
    • άλλοι τρεις τάφοι βρέθηκαν ~ στις θέσεις Tεκέ, Kεφάλι και Γυψάδες |
    • στην ανατολική και δυτική πλευρά του περιβόλου υπάρχουν οικοδομήματα με 11 και 25 βάθρα ~ (Dakaris)

[fr kath αντιστοίχως ← PatrG (4th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες