Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστοίχως [andistíxos] adv (L)
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντίστοιχα 1):
- ο Mαλακάσης και ο Aθάνας συνέχισαν τη δημοτική μας παράδοση ανανεώνοντάς την· κάτι τέτοιο δεν έγινε ~ στη μουσική (Athanasiadis-N) |
- το ον σαν φιλοσοφικός όρος εξαντικειμενίζεται και ~ τροποποιείται η διδασκαλία περί του όντος (Malevitsis)
- ② respectively (syn αντίστοιχα 3):
- άλλοι τρεις τάφοι βρέθηκαν ~ στις θέσεις Tεκέ, Kεφάλι και Γυψάδες |
- στην ανατολική και δυτική πλευρά του περιβόλου υπάρχουν οικοδομήματα με 11 και 25 βάθρα ~ (Dakaris)
[fr kath αντιστοίχως ← PatrG (4th c. AD)]
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντίστοιχα 1):