Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστοίχιση η [andistíxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστοιχίζω.
[λόγ. αντιστοιχι- (αντιστοιχίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστοίχιση [andistí isi] η, (L)
- mapping:
- η ~ των στοιχείων δύο συνόλων
[der of αντιστοιχία; cf kath (neol Koumanoudis) αντιστοίχησις, der of αντιστοιχώ]
- mapping: