Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιστασιακός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστασιακός -ή -ό [andistasiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίσταση κατά της βίας, κατά της τυραννικής εξουσίας: Aντιστασιακή οργάνωση. Aντιστασιακοί φοιτητές. || (ως ουσ.) ο αντιστασιακός, αυτός που παίρνει ή που πήρε μέρος στην αντίσταση.

[λόγ. αντίστασι(ς) -ακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστασιακός1 [andistasiakós] ο, (L)
  • male member of a resistance movement:
    • διεθνής ομοσπονδία αντιστασιακών |
    • ο σοβιετικός ~ Σαχάροφ

[substantiv. m of αντιστασιακός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστασιακός2, -ή, -ό [andistasiakós] (L)
  • being of, or associated w., a resistance movement:
    • ~ αγώνας |
    • ~ διανοούμενος, λογοτέχνης |
    • αντιστασιακή δράση, εφημερίδα, οργάνωση |
    • αντιστασιακό αφήγημα, διήγημα, μυθιστόρημα, ποίημα, πνεύμα |
    • ο ~ τομέας των εθνικών και συμμαχικών αγώνων στο διάστημα της κατοχής

[fr kath (neol) αντιστασιακός, der of αντίστασις w. suff -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες