Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισταθμιστικός -ή -ό [andistaθmistikós] Ε1 : που αντισταθμίζει κτ.: Aντισταθμιστικά οφέλη. Επιβλήθηκε αντισταθμιστική εισφορά για τα εισαγόμενα προϊόντα.
[λόγ. αντισταθμισ- (αντισταθμίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. compensatif, compensatoir]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισταθμιστικός, -ή, -ό [andistaθmistikós] (L)
- compensating, compensatory:
- αντισταθμιστική αντίδραση |
- αντισταθμιστικό ελατήριο |
- ~ μαγνήτης |
- αντισταθμιστικό κέρδος |
- αντισταθμιστική εισφορά επιβλήθηκε σ' ελληνικά φρούτα |
- η κτηνοτροφική γαλατόσκονη δεν επιβαρύνεται με αντισταθμιστική εισφορά
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισταθμιστικός, der of *αντισταθμιστός]
- compensating, compensatory: