Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισταθμίζω [andistaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ ένα βάρος στην αντίθετη πλευρά (από εκείνη που παρουσιάζει κλίση) για να αποκαταστήσω την ισορροπία. 2. (μτφ.) εξουδετερώνω τις αρνητικές συνέπειες μιας κατάστασης με κτ. θετικό: Tα μειονεκτήματα που έχει η ζωή στο χωριό αντισταθμίζονται από τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει. Οι ζημιές μας δεν αντισταθμίζουν τα κέρδη μας, ισοφαρίζουν.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀντισταθμίζω· 2: σημδ. γαλλ. contrebalancer, compenser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισταθμίζω [andistaθmízo] ipf αντιστάθμιζα, aor αντιστάθμισα (subj αντισταθμίσω), pass pr αντισταθμίζομαι, ipf αντισταθμιζόμουν, (L)
- ① phys compensate (a compass):
- ~ μια πυξίδα
- ② balance off, counterbalance, counterpoise:
- ο Kαλβίνος αντισταθμίζει κάπως τον Λούθηρο |
- οι οβολοί δεν αντισταθμίζουν την εικόνα του θεού |
- τίποτε δεν μπορεί ν' αντισταθμίσει την πρωτοτυπία της ζωής |
- η Άλωση και η τραγωδία της Mικρασίας αντισταθμίζονται με τις εθνικές εξάρσεις του '21 και του '12-'13 (Petsalis) |
- η θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού αντισταθμίζεται από τη θέληση της μειονότητας (Christidis)
- ③ make up for, counterbalance, compensate, offset (syn αντιζυγιάζω, αναπληρώνω):
- το συναίσθημα της λευτεριάς αντισταθμίζει τη φτώχεια |
- η ασκήμια του δεν αντισταθμιζότανε από κανένα ίχνος ταλέντου |
- οι αρετές του αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματά του |
- μερικά παλάτια αντιστάθμισαν με αρμονία τη σκυθρωπότητά τους |
- πολλοί αισθητικοί ζητούσαν ν' αντισταθμίσουν με τη μουσική την υπερβολική νοησηαρχία του λόγου (Papantoniou) |
- o καλλιτέχνης νοιώθει την ανάγκη της πνευματικής δημιουργίας για ν' αντισταθμίσει την αδυναμία του να δημιουργήσει ζωή (Chatzinis)
[fr MG (4th c. AD) αντισταθμίζω ← LK (3rd c. AD), PatrG ἀντισταθμῶ (-άω), fr aor αντεστάθμησα]
- ① phys compensate (a compass):