Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστέκομαι [andistékome] Ρ (βλ. στέκομαι) : 1α.προσπαθώ να εξουδετερώσω κάποια ενέργεια που στρέφεται εναντίον μου: Οι στρατιώτες αντιστάθηκαν σθεναρά στην εχθρική επίθεση. Tο θύμα αντιστάθηκε και κατόρθωσε να ξεφύγει από τον επίδοξο βιαστή. Ο λαός αντιστάθηκε στον κατακτητή / στην καταπίεση. (έκφρ.) ~ με χέρια* και με πόδια. β. εναντιώνομαι σε κτ.: Στην αρχή αντιστάθηκα στα σχέδιά του, τελικά όμως υποχώρησα. || προσπαθώ, αγωνίζομαι να καταπολεμήσω κάποιο συναίσθημα, κάποια επιθυμία: Kανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της. Aντιστάθηκε στον πειρασμό του χρήματος / της εξουσίας. Aντισταθείτε στον υπερκαταναλωτισμό. 2. για ζωντανό οργανισμό που αντιμετωπίζει εξωτερικούς νοσογόνους παράγοντες με το αμυντικό του σύστημα. 3. για κτ. που δεν υποχωρεί σε μια εξωτερική πίεση, που φέρνει αντίσταση: Ο αποσαθρωμένος τοίχος δεν αντιστάθηκε καθόλου στα χτυπήματα του κασμά.
[1: μσν. αντιστέκομαι < αντι- στέκ(ω) -ομαι < αρχ. ἀνθίσταμαι, κατά την εξέλ. ἵσταμαι > στέκω (δες λ.)· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. résister]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστέκομαι [andistékome] ipf αντιστεκόμουνα, aor αντιστάθηκα (subj αντισταθώ)
- ① w. or without complement strive against, oppose, resist (a hostile force etc) (syn ανθίσταμαι 1, αμύνομαι):
- εκατομμύρια μουζίκοι αντιστέκονται |
- τα οχυρά μας αντιστέκονται |
- τα βυζαντινά στρατεύματα δεν αντιστέκονται στους ιππότες της Δύσης |
- αντιστέκεται στη βία του συνόλου |
- άρχισαν να σκοτώνουν όσους αντιστέκονταν |
- αντισταθήκαμε στο φασισμό |
- σε ορισμένα σημεία του Aγίου Όρους η βυζαντινή ζωγραφική αντιστεκότανε ως τα μέσα του 19ου αιώνα (Theotokas) |
- poem .. τον περονιάει το κρύο, | .. | μα μέσα του η καρδιά αντιστέκεται και σα σφυρί δουλεύει (Kazantz Od 22.488)
- ② w. or without complement withstand the force or the effect of, balk, resist (syn in ανθίσταμαι 2):
- ~στη μοίρα |
- η λογική αντιστέκεται |
- το παράθυρο αντιστέκεται, δε θέλει να κλείσει |
- η Kυβέρνηση αντιστέκεται, παζαρεύει |
- τα οικονομικά συμφέροντα θα αντισταθούν με μανία |
- η παρουσία της ηθικής προσωπικότητας αντιστέκεται στις αντίθετες παρορμήσεις (Panagiotop) |
- οι Πατέρες πολεμούσαν τα έθιμα και ήθελαν να τα αφανίσουν, αλλά αυτά αντιστέκονταν (Loukatos) |
- ο άνθρωπος μάταια αντιστέκεται στο θεό |
- η ιστορία αντιστέκεται στην παραποίηση της πραγματικότητας |
- καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί |
- δεν γίνεται ν' αντισταθεί κανείς στα αιτήματα της εποχής |
- ν' αντιστέκεται στο ρέμα, να λες όχι όταν όλα γύρω μουρμουρίζουν ναι, είναι από τα δυσκολότερα χρέη της ψυχής (Kazantz) |
- πολλές δυνάμεις αντιστέκονται στην αυτοκατάφαση της ηθικής βούλησης (Papanoutsos) |
- οι δεξιοί αστοί αντιστέκονται στο σοσιαλισμό και τον σαμποτάρουν (Evelpidis) |
- poem .. ό,τι στη γης ετούτη | μας αντιστέκεται, το λέω θεό και πολεμώ μαζί του! (Kazantz Od 16.294)
[fr MG αντιστέκομαι, cpd w. στέκομαι; cf PatrG ἀντιστήκω]
- ① w. or without complement strive against, oppose, resist (a hostile force etc) (syn ανθίσταμαι 1, αμύνομαι):