Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστάθμισμα το [andistáθmizma] Ο49 : 1.ισοδύναμο βάρος. 2. (μτφ.) ό,τι αντισταθμίζει, εξουδετερώνει τις συνέπειες μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης: Σε ~ της οικονομικής βοήθειας που έδωσε η συμμαχία σε άλλα κράτη, στη χώρα μας παραχώρησε πολεμικό υλικό. H αναγνώριση του έργου μου ήταν το ~ του μόχθου μου, αντάλλαγμα, ανταμοιβή.
[λόγ. αντισταθμισ- (αντισταθμίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστάθμισμα [andistáθmizma] το, (L)
- ① balance, counterweight, counterforce (syn αντίβαρο 2):
- οι δημοκρατικές αρχές είναι τα ισχυρά αντισταθμίσματα των κεντρικών εξουσιών |
- το παιχνίδι, διασκέδαση λειτουργεί σαν ~ στη δουλειά |
- η τάση προς τη θλίψη των δημοτικών τραγουδιών έχει για ~ μια ροπή προς την απόλαυση των επίγειων αγαθών (Dimaras) |
- η δύναμη είναι το αναγκαίο ~ της αδυναμίας για να ισορροπήσει το άτομο στη ζωή (Chatzinis)
- ② recompense, reward, compensation (syn αντισήκωμα 2, αντάλλαγμα 2):
- αβέβαιο, αναιμικό, πολύτιμο, φτωχό ~ |
- ~ σ' ένα ελάττωμα |
- το άγχος μπρος στο θάνατο γυρεύει έξαλλα αντισταθμίσματα στην κοινωνική επίδειξη |
- κανείς δεν διακινδυνεύει τη ζωή του χωρίς σοβαρά υλικά αντισταθμίσματα |
- τα φορολογικά βάρη είναι σημαντικά, αλλά τα αντισταθμίσματα που προσφέρει το κράτος αληθινά καταπλήσσουν (Theotokas) |
- όλοι όσοι έχουν κάτι στερηθεί ζητούν αντισταθμίσματα και παραμυθία στη φαντασία (Papanoutsos) |
- η μοίρα όρισε το Nείλο σαν ένα φυσικό ~ στις αφόρητες συνθήκες της ερήμου (Chatzinis)
- ⓐ phr σε or για ~ in compensation (for):
- ένοιωσε υπέρτατη ικανοποίηση σε ~ πολλών άλλων απωλειών |
- η σκέψη δεν είναι παρήγορη, σε ~ όμως είναι πολύ αληθινή |
- ο Παλαμάς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την πραγματική του ζωή και γυρεύει σε ~ την πνευματική αποθέωσή του (Chatzinis) |
- έλειπε δυο ώρες κάθε πρωί και γι' ~ δούλευε πιο πολύ το απομεσήμερο (Panagiotop)
- ③ unfavorable condition as the price for sth gained, price, cost (syn αντισήκωμα 3, τίμημα):
- αναπόφευκτο, βαρύ, δυσάρεστο, οδυνηρό ~ |
- δεν υπάρχει δωρεά χωρίς ~ |
- το παλάτι ζητεί και παίρνει αντισταθμίσματα |
- η εύνοιά του δεν είναι ποτέ μονομερής χαριστική πράξη (Christidis EΣ) |
- ο νόμος των αντισταθμισμάτων λειτουργεί αμείλικτος |
- η ζωή γίνεται περισσότερο πλουσιόδωρη, αλλά κερδίζεται δυσκολότερα (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιστάθμισμα, der of αντισταθμίζω]
- ① balance, counterweight, counterforce (syn αντίβαρο 2):