Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστάθμιση η [andistáθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντισταθμίζω. 1. εξισορρόπηση: H ~ του βάρους με το αντίβαρο. || (τεχν.) μέσο για την εξάλειψη μιας ανεπιθύμητης ενέργειας. 2. (μτφ.) ισοφάριση, εξίσωση: H ~ ανάμεσα στα κέρδη και στις ζημιές.
[λόγ. < μσν. αντιστάθμισις `αποζημίωση΄ < αντισταθμι- (αντισταθμίζω) -σις > -ση σημδ. γαλλ. compensation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστάθμιση [andistáθmisi] η, (L)
- ① phys compensation:
- ~ πυξίδας
- ② balancing off, counterbalancing, vying (of ideas etc) (syn αντισταθμισμός):
- γίνεται μια πελώρια ~ σήμερα πάνω στον κόσμο των αντικειμένων της τέχνης και στα μέσα της προσεγγίσεώς τους (Maniatakos)
- ③ compensation, counterbalancing:
- ο ηθικός βασανισμός εξισώνει κάπως το θύτη με το θύμα, αποτελεί μια ~ που εξουδετερώνει το κακό (Papanoutsos, adapted)
[der of αντισταθμίζω or fr MG αντιστάθμησις]
- ① phys compensation: