Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισοσιαλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντισοσιαλιστικός, -ή, -ό [andisosialistikós] (L)
  • being against socialism, antisocialistic:
    • αντισοσιαλιστική δραστηριότητα, προπαγάνδα |
    • αντισοσιαλιστικές δυνάμεις, ιδέες |
    • αντισοσιαλιστικές πηγές έμπνευσης, τεχνοτροπίες |
    • πρέπει να ξεριζώσουμε τα φαρμακερά αντισοσιαλιστικά χορτάρια

[cpd w. σοσιαλιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες