Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή.
αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~. [λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισηπτικός, -ή, -ό [andisiptikós] (L)
- antiseptic, sterilizing:
- αντισηπτική αλοιφή, ουσία |
- αντισηπτικό σαπούνι |
- αντισηπτικά βότανα
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισηπτικός, cpd w. σηπτικός]
- antiseptic, sterilizing: