Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] Ο17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: Ο ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού.
[λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισημιτισμός [andisimitizmós] ο, (L)
- hostility toward the Jewish people, antisemitism (syn αντιεβραϊσμός):
- διάχυτος ~ |
- ο ~ είναι αντιχριστιανικός |
- ο ~ και η σκληρότητα του ελληνικού καραγκιόζη
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημιτισμός, cpd w. σημιτισμός]
- hostility toward the Jewish people, antisemitism (syn αντιεβραϊσμός):