Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισεισμικός -ή -ό [andisizmikós] Ε1 : 1.που αντέχει στους σεισμούς: Aντισεισμικά κτίρια. Kτίρια αντισεισμικής κατασκευής. 2. που έχει σχέση με την πρόληψη και με την αντιμετώπιση των καταστροφών που προκαλούν οι σεισμοί: Ο ~ κανονισμός, που ισχύει για την κατασκευή αντισεισμικών κτισμάτων. Mέτρα αντισεισμικής προστασίας.
αντισεισμικά ΕΠIΡΡ: Kτίριο κατασκευασμένο ~. [λόγ. < γαλλ. antisismique < anti- = αντι- + sismique = σεισμικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισεισμικός, -ή, -ό [andisizmikós] (L)
- ① earthquake-proof:
- αντισεισμικές κατασκευές |
- αντισεισμικό κτίριο, σπίτι, οικοδόμημα |
- πέτρινα σπίτια με ξύλινο σκελετό, αντισεισμικό
- ② concerning earthquake-proofing, earthquake prevention etc:
- αντισεισμικοί κανονισμοί |
- αντισεισμικές έρευνες
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισεισμικός, cpd w. σεισμικός]
- ① earthquake-proof: