Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισήκωμα το [andisíkoma] Ο49 : (παρωχ.) χρηματικό ποσό για την εξαγορά μιας υποχρέωσης, συνήθ. της στρατιωτικής.
[λόγ. < ελνστ. ἀντισήκωμα `αποζημίωση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισήκωμα [andisíkoma] το, (L)
- ① law amount paid to obtain an exemption fr military service by those so qualified:
- το ~ ήταν τότε τρακόσες δραχμές |
- ο Διονύσης, σα μονογενής και ορφανός πατρός με μητέρα εκπλήρωσε ~ και απαλλάχτηκε (Xenop)
- ② compensation (syn αντάλλαγμα 2, αντιστάθμισμα 2):
- πούλησε το κορμί της χωρίς το ~ κάποιας ευχαρίστησης (Xenop) |
- για τη θυσία αυτή η γυναίκα δεν έπρεπε να 'χει έν' ~(id.) |
- της σάρκας μού πήραν τα μάτια, αλλά εγώ έχω ~ τα μάτια της σοφίας (Palam)
- ③ unfavorable condition as the price of sth gained, price, cost (syn τίμημα, αντιστάθμισμα 3):
- η ανία είναι το ~ που πληρώνουν στην ιστορία οι γαληνεμένες και μακάριες κοινωνίες (Theotokas) |
- ίσως το ~ του οικουμενισμού να είναι ο αποχρωματισμός και η ομοιομορφία (Terzakis)
[fr MG αντισήκωμα (4th-5th, 6th-7th c. AD)]
- ① law amount paid to obtain an exemption fr military service by those so qualified: