Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιρυτιδικός -ή -ό [andiritiδikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τις ρυτίδες: Aντιρυτιδική θεραπεία / κρέμα.
[λόγ. αντι- + ρυτιδ- (δες ρυτίδα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιρυτιδικός, -ή, -ό [andiriti∂ikós]
- preventing the formation of or eliminating wrinkles:
- αντιρυτιδική κούρα |
- αντιρυτιδική λιπαρή πομάδα
[cpd w. *ρυτιδικός]
- preventing the formation of or eliminating wrinkles: