Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιρροπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιρροπίζω [andiropízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω τα αντίρροπα ισόρροπα, τα εξισορροπώ.

[λόγ. αντίρροπ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες