Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιρρησίας ο [andirisías] Ο3 : α.αυτός που συνηθίζει να προβάλλει αντιρρήσεις: Είναι γνωστός ~. || (ως επίθ.): Οι γνωστοί αντιρρησίες βουλευτές καταψήφισαν το νομοσχέδιο. β. ~ συνείδησης, αυτός που για ιδεολογικούς ή θρησκευτικούς λόγους αρνείται τη στράτευση.
[λόγ. αντίρρησ(ις) -ίας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιρρησίας [andirisías] ο, (L)
- person always objecting, (systematic) objector:
- ο ~υποχρεώθηκε να σωπάσει |
- ~ συνειδήσεως conscientious objector |
- στο τέλος ο ~ συνειδήσεως απογυμνώθηκε από τα χριστιανικά κίνητρά του (Ploritis) |
- ένας ~ θ' αναζητούσε και στα περασμένα την προβολή (Panagiotop) |
- το όχι του αντιρρησία πληρώνει, και αδρότατα κάποτε (id.)
[fr kath (neol) αντιρρησίας, der of αντίρρησις w. L suff -ίας; cf διαδοσίας, επιδειξίας]
- person always objecting, (systematic) objector: