Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπυρικός -ή -ό [andipirikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση της πυρκαγιάς: Aντιπυρική προστασία των δασών. Aντιπυρική ζώνη, λωρίδες χωρίς βλάστηση ή δρόμοι που ανοίγονται μέσα σε δάση για να εμποδίζουν την εξάπλωση της φωτιάς.
[λόγ. αντι- + πυρ -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπυρικός, -ή, -ό [andipirikós] (L)
- directed against fire, preventing or containing fires:
- ~ αγώνας |
- αντιπυρικές ουσίες |
- αντιπυρική ζώνη fire break |
- οι δυνάμεις των πυροσβεστών δημιούργησαν αντιπυρικές ζώνες
[cpd w. K πυρικός (: πῦρ); cf pap τά πυρικά & τά ἐκπυρικά]
- directed against fire, preventing or containing fires: