Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυραυλικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπυραυλικός -ή -ό [andipiravlikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την εξουδετέρωση των εχθρικών πυραύλων: Aντιπυραυλική άμυνα. Aντιπυραυλικά συστήματα.

[λόγ. αντι- + πυραυλικός μτφρδ. αγγλ. antimissile (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπυραυλικός, -ή, -ό [andipiravlikós] milit
  • antimissile:
    • αντιπυραυλική άμυνα |
    • αντιπυραυλικό σύστημα

[fr kath (neol) αντιπυραυλικός, cpd w. πυραυλικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες