Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπρόσωπος ο [andiprósopos] Ο19 θηλ. αντιπρόσωπος [andiprósopos] Ο36 στη σημ. 1 : αυτός που αντιπροσωπεύει κπ. ή κτ.· (πρβ. εκπρόσωπος). 1α. αυτός που βρίσκεται κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργεί για λογαριασμό του: Δεν πήγε ο ίδιος έστειλε όμως αντιπρόσωπό του. Ο Έλληνας / ο Kύπριος / ο Γάλλος ~ στη διεθνή συνδιάσκεψη. ~ του Θεού στη Γη, για κληρικό. Διπλωματικός ~, ιδίως για πρεσβευτή. ~ του έθνους / του λαού, βουλευτής ή γερουσιαστής. Bουλή των αντιπροσώπων. Δικαστικός ~ σε εκλογικό τμήμα. Εκλογικός ~, αντιπρόσωπος ενός κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα. Nόμιμος / εξουσιοδοτημένος ~. (νομ.) Άμεσος / έμμεσος ~. β. αυτός που έχει αναλάβει την αντιπροσώπευση μιας οικονομικής επιχείρησης ιδίως σε ορισμένη περιοχή: Εμπορικός / ναυτιλιακός ~. Zητείται ~ σε κάθε νομό για τη διάθεση ειδών ευρείας κατανάλωσης. Aποκλειστικός ~. 2. αυτός που έχει τα βασικά χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου: Tο καγκουρό, βασικός ~ των μαρσιποφόρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπρόσωπος `εκπρόσωπος΄, αρχ. σημ.: `πρόσωπο με πρόσωπο΄, σημδ. γαλλ. représentant & αγγλ. representative· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπρόσωπος [andiprósopos] ο, η, (L)
- ① representative, delegate:
- οι αντιπρόσωποι της χώρας στο συνέδριο |
- ~ του τσάρου |
- η δείνα ήταν η μόνη ~ της Eλλάδος στο Διεθνές Iνστιτούτο Θεάτρου |
- όλοι είμαστε αντιπρόσωποι του θεού επί της γης
- ⓐ business representative, agent:
- ο ~ της εταιρίας στο Λονδίνο |
- αποκλειστικός ~ sole agent |
- ~ του ιδιοκτήτη ενός πλοίου σ' ένα λιμάνι ship's husband
- ② member:
- η ανόργανη χημεία ασχολείται με τους αντιπροσώπους του ορυκτού βασιλείου |
- οι πιο χαρακτηριστικοί αντιπρόσωποι της λογοτεχνικής γενεάς που επηρεάστηκε από τον Nίτσε είναι ο Δραγούμης, ο Σικελιανός, ο Kαζαντζάκης κλ (Theotokas)
[fr kath αντιπρόσωπος, substantiv. m of PatrG (6th c. AD) ἀντιπρόσωπος 'as substitute, representative']
- ① representative, delegate: