Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροτείνω [antiprotíno] -ομαι Ρ (βλ. προτείνω) : προτείνω κτ. αντίθετο ή διαφορετικό από όσα έχουν ήδη προταθεί, κάνω αντιπρόταση: Aπορρίπτει τις δικές μου πρωτοβουλίες, δεν αντιπροτείνει όμως κάτι άλλο. Στη δική του πρόταση αντιπροτάθηκε το εξής.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπροτείνω, αρχ. σημ.: `προβάλλω με τη σειρά μου΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροτείνω [andiprotíno] (L)
- propose or suggest in turn, make a counterproposal:
- θα ~ μιαν άλλη εξήγηση |
- αντιπρότεινε τη σύναψη ειδικής συμφωνίας |
- οι προεστοί αντιπροτείνουν άλλα σχέδια (Melas)
[fr kath (neol) αντιπροτείνω, cpd w. προτείνω]
- propose or suggest in turn, make a counterproposal: