Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσώπευση η [andiprosópefsi] Ο33 : το να αντιπροσωπεύει κάποιος κπ. άλλο, να ενεργεί ως αντιπρόσωπός του· (πρβ. εκπροσώπηση): H ~ μιας χώρας στο εξωτερικό / του λαού στη βουλή / μιας οικονομικής επιχείρησης σε άλλη περιοχή.
[λόγ. αντιπροσωπεύ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσώπευση [andiprosópefsi] η, (L)
- ① act of representing or state of being represented, representation (syn αντιπροσωπεία 1):
- διπλωματική ~ του κράτους |
- η λαϊκή κυριαρχία ασκείται με άμεση ή έμμεση ~ |
- ~ μιας εταιρίας |
- ανέθεσε σε δικηγόρο την αντιπροσώπευσή του |
- οι μειονότητες δεν είχαν επαρκή ~ στις δημόσιες υπηρεσίες |
- η ιδιότητα του μέλους δεν επιδέχεται ~ |
- στο καλλιτεχνικό φαινόμενο έχομε μια άμεση παρουσία, χωρίς καμμιά ~, χωρίς αναφορά σε ένα πραγματικό γεγονός (Georgoulis)
- ② participation (by representatives etc):
- περιορισμένη ακτίνα αντιπροσώπευσης |
- πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συνέλευση με διεθνή ~ |
- η βυζαντινή φιλοσοφία αποτελεί τη σπανιότερη ειδίκευση και τη φτωχότερη ~ στα ειδικά περιοδικά (Benakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροσώπευσις, der of αντιπροσωπεύω]
- ① act of representing or state of being represented, representation (syn αντιπροσωπεία 1):