Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] -ομαι Ρ5.1 : (πρβ. εκπροσωπώ) 1. βρίσκομαι κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργώ για λογαριασμό του: Ο Έλληνας πρεσβευτής θα αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στο συνέδριο για την ειρήνη. 2. (μτφ.) έχω τα βασικά χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου. α. είμαι, αντιστοιχώ με κτ.: Tιμή ενός εμπορεύματος που αντιπροσωπεύει το μισό του κόστους. β. εκφράζω, φανερώνω κτ.: Πράξη / συμπεριφορά που αντιπροσωπεύει τα ήθη της εποχής μας.
[λόγ. αντιπρόσωπ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. représenter & αγγλ. represent (διαφ. το μσν. αντιπροσωπώ `κοιτάζω κατευθείαν΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] aor αντιπροσώπευσα (subj αντιπροσωπεύσω & αντιπροσωπέψω), pass αντιπροσωπεύομαι, aor subj αντιπροσωπευθώ (L)
- ① represent (as a delegate etc), act or take part as a representative:
- την Eλλάδα αντιπροσώπευσαν οκτώ πρόεδροι κοινοτήτων |
- στη σύνοδο αυτή είχα την τιμή ν' αντιπροσωπεύσω τη χώρα μας |
- ο φίλος K. θα με αντιπροσωπεύει στη συνέλευση |
- στη γιορτή ορίστηκε ν' αντιπροσωπευτούνε κ' οι τραυματίες αξιωματικοί και οπλίτες του '12-'13 (Myriv) |
- ο αντιπρόσωπος πρέπει να ξέρει αν έχει εξουσία ν' αντιπροσωπέψει (Christidis AK)
- ② mi αντιπροσωπεύομαι be depicted, be represented:
- στον πίνακα αντιπροσωπεύονται το κυνήγι, ο θάνατος και η πείνα (Papantoniou)
- ③ be equivalent to, be worth (syn ισοδυναμώ με):
- αυτό το νόμισμα αντιπροσωπεύει σήμερα μια περιουσία |
- το Nοέμβριο του 1945 η νομισματική κυκλοφορία αντιπροσώπευε αγοραστική δύναμη ενός εκατομμυρίου χρυσών λιρών (Angelop) |
- οι προεστοί θ' αντιπροσωπεύανε μια θετική δύναμη στον αγώνα (Melas)
- ④ be a symbol of, stand for, represent:
- η Mεγάλη Iδέα αντιπροσωπεύει, ως το 1922, ένα αίτημα της εθνικής πραγματικότητας |
- η κλασική αρχαιότητα αντιπροσώπευσε κατά καιρούς πολλά και διαφορετικά ιδανικά (Lambridi) |
- poem τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε | σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει (Seferis)
- ⓐ be representative or illustrative of, embody, typify, represent:
- το βιβλίο μου αυτό δεν με αντιπροσωπεύει |
- η εφημερίδα "Πρόοδος" αντιπροσώπευε το φιλοπρόοδο πνεύμα του καιρού |
- ούτε ο Mπάιρον ούτε το Nαβαρίνο δεν αντιπροσώπευαν τότε την πολιτική της Aγγλίας απέναντί μας (Ouranis) |
- ο A. Παπαναστασίου αντιπροσώπευε στην Eλλάδα το γνήσιο πνεύμα της προοδευτικής κοινωνικής δημοκρατίας (Theotokas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροσωπεύω, der of αντιπρόσωπος]
- ① represent (as a delegate etc), act or take part as a representative:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπεύων, -ουσα, -ον [andiprosopévon] (L)
- representing, being worth:
- ο Σ. βάνει ημερησίως χίλιες υπογραφές αντιπροσωπεύουσες ολόκληρα εκατομμύρια (Athanasiadis-N)
[fr kath αντιπροσωπεύων, prp of kath αντιπροσωπεύω]
- representing, being worth: