Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσωπευτικότητα η [andiprosopeftikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αντιπροσωπευτικού.
[λόγ. αντιπροσωπευτικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπευτικότητα [andiprosopeftikótita] η, kath gen αντιπροσωπευτικότητος (L)
- ① quality or state of being representative, representativeness (of government etc):
- η ~ των μελών των σωματείων |
- αναγνωρίσθηκε η ~ της οργανώσεώς τους |
- νέες δυνάμεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημερώσεως μόνο αφού αποκτήσουν το τεκμήριο της αντιπροσωπευτικότητας, δηλαδή εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο (Peponis)
- ② representativeness (in sampling):
- ~ ενός δείγματος
[der of αντιπροσωπευτικός]
- ① quality or state of being representative, representativeness (of government etc):