Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπευτικό [andiprosopeftikó] το, (L)
- quality seen as representative (of a work etc), representative quality, essence:
- από αντίδραση προς το πολύ εξωτερικό, το καθαρά τυπικό της περασμένης τέχνης ενδιαφέρει η έκφραση του αιώνιου, του αντιπροσωπευτικού και του αναλλοίωτου (Athanasiadis-N)
[substantiv. n of αντιπροσωπευτικός]
- quality seen as representative (of a work etc), representative quality, essence:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσωπευτικός -ή -ό [andiprosopeftikós] Ε1 : που αντιπροσωπεύει κπ. ή κτ.: Συνέδριο / προεδρείο αντιπροσωπευτικό όλων των τάσεων. Πίνακας ~ της δουλειάς ενός ζωγράφου. ~ τύπος, που έχει τα χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου. Ο ομηρικός Οδυσσέας είναι ο ~ τύπος του Έλληνα. || (πολ.): Aντιπροσωπευτικά σώματα, η βουλή και η γερουσία. Aντιπροσωπευτικό σύστημα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία μέσο αιρετών αντιπροσώπων· (πρβ. κοινοβουλευτισμός).
αντιπροσωπευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιπροσωπεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. représentatif & αγγλ. representative]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπευτικός, -ή, -ό [andiprosopeftikós]
- ① serving to represent, representative:
- αντιπροσωπευτική τέχνη
- ② of, or based upon, representative government, representative:
- αντιπροσωπευτική συνέλευση |
- η αντιπροσωπευτική δύναμη των κομμάτων |
- στο αντιπροσωπευτικό σύστημα το κοινοβούλιο εκλέγεται ελεύθερα |
- έργο των αντιπροσωπευτικών σωμάτων είναι να δίνουν κυβέρνηση στη χώρα και να ελέγχουν τις πράξεις της (Kasimatis) |
- το μονοπώλιο αποξενώνει κάθε είδους αντιπροσωπευτική οργάνωση από την άσκηση εξουσίας (Zachareas)
- ③ serving to represent proportionately to the size of the populations represented, representative:
- αντιπροσωπευτικό δείγμα representative sample |
- αντιπροσωπευτική ανθολόγηση, δειγματοληψία |
- κυβέρνηση αντιπροσωπευτική όλων των κοινωνικών ρευμάτων
- ④ serving as a characteristic example, typical, representative:
- άνθρωπος ~ του συνόλου |
- ~τύπος νοικοκυράς |
- έργο αντιπροσωπευτικό της ιδεολογίας του Aριστοφάνη |
- ο αντιπροσωπευτικότερος ζωγράφος της αναγεννήσεως |
- οι πιο αντιπροσωπευτικοί στοχαστές της εποχής |
- διάφοροι αντιπροσωπευτικοί φορείς της φιλοσοφίας |
- η αντίδραση του Γρηγορίου ήταν αντιπροσωπευτική της στάσης των Πατέρων της εκκλησίας (Stasinop) |
- κάθε λαός έχει τη δική του αντιπροσωπευτική λαογραφία (EIR Tax) |
- η επιστημονική έρευνα και η αρχιτεκτονική είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις της πνευματικότητας της Aμερικής (Theotokas) |
- ο Παλαμάς εκφράζει μιαν αξία συνόλου αντιπροσωπευτική συγχρόνως ενός ανθρώπου και μιας εποχής (Chatzinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροσωπευτικός, der of *αντιπροσωπευτός]
- ① serving to represent, representative:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσωπευτικότητα η [andiprosopeftikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αντιπροσωπευτικού.
[λόγ. αντιπροσωπευτικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσωπευτικότητα [andiprosopeftikótita] η, kath gen αντιπροσωπευτικότητος (L)
- ① quality or state of being representative, representativeness (of government etc):
- η ~ των μελών των σωματείων |
- αναγνωρίσθηκε η ~ της οργανώσεώς τους |
- νέες δυνάμεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημερώσεως μόνο αφού αποκτήσουν το τεκμήριο της αντιπροσωπευτικότητας, δηλαδή εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο (Peponis)
- ② representativeness (in sampling):
- ~ ενός δείγματος
[der of αντιπροσωπευτικός]
- ① quality or state of being representative, representativeness (of government etc):