Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπροσωπεία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπροσωπεία η [andiprosopía] Ο25 : 1.σύνολο ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν άλλους για ορισμένο σκοπό: Ο διευθυντής δέχτηκε ~ των απεργών. H ελληνική ~ στον ΟHΕ. H εθνική ~, η βουλή. 2α. αντιπροσώπευση μιας οικονομικής επιχείρησης και κυρίως διάθεση των αγαθών ή των υπηρεσιών της ιδίως σε ορισμένη περιοχή: Έχει / πήρε την αποκλειστική ~ μιας αθηναϊκής βιομηχανίας για όλη τη βόρεια Ελλάδα. Aσχολείται με αντιπροσωπείες. β. η οικονομική επιχείρηση που ασχολείται κυρίως με αντιπροσώπευση άλλης: ~ αυτοκινήτων / φαρμάκων. Δουλεύει σε ~.

[λόγ. αντιπροσωπ(εύω) -εία μτφρδ. αγγλ. representation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπροσωπεία [andiprosopíα] η, (L)
  • ① act of representing or acting on behalf of, representation (syn αντιπροσώπευση 1):
    • μου ανάθεσε την ~ της επιτροπής στην Aθήνα
  • ② delegation, deputation:
    • η εθνική ~ θα κυβερνήσει τον τόπο |
    • ήρθαν επίσημες αντιπροσωπείες απ' όλες τις επαρχίες της Eλλάδας |
    • ο δείνα διορίστηκε επί κεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στον OHE
  • ③ business agency, business representation:
    • πήρε την ~ των κρασιών της κυπριακής εταιρίας οινοποιίας |
    • ο πατέρας της είχε κερδίσει πολλά με τις δουλειές του, εμπόρια και αντιπροσωπείες (Charis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροσωπεία, der of αντιπροσωπεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες